Day

8 Δεκεμβρίου, 2020

Απόφαση Πεντεμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης – 27/2020

ΠεντΕφΘεσ 27/2020 [Απάτη κακουργηματική – Κατ’ εξακολούθηση τέλεση – Πλαστογραφία πιστοποιητικού – Μεταβολή κατηγορίας επιτρεπτή – Οριστική παύση ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής]

 

ΠεντΕφΘεσ 27/2020

Πρόεδρος: Δ. Στρούζα-Ξένου ή Κοκολέτση

Μέλη: Π. Ιωαννίδου, Α. Παπαβασιλείου, Δ. Σωτηριάδου, Π. Χατζή

Εισαγγελέας: Δ. Σιδηροπούλου, Αντεισαγγελέας

Δικηγόροι: Κ. Παρηγόρης, Ι. Φωτιάδου

Διατάξεις: άρθρα 17, 98, 217 [παρ. 3], 386 [παρ. 1] ΠΚ

Απάτη κακουργηματική, Κατ’ εξακολούθηση τέλεση, Πλαστογραφία πιστοποιητικού, Μεταβολή κατηγορίας επιτρεπτή, Οριστική παύση ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής

 

Απόσπασμα Απόφασης

Στην περίπτωση που κάποιος προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή, η ζημιά του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας του, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη, εκτός εάν το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ απέβλεψε στις ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα του προσλαμβανόμενου, όπως αυτές τεκμηριώνονταν με βάση το τυπικό προσόν που έθεσε ως τυπική προϋπόθεση, και το πλαστό πτυχίο παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα και η παροχή εργασίας, ενόψει της φύσης της, απαιτεί κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ισάξια αντιπαροχή». Εν προκειμένω, κηρύσσεται αθώα η κατηγορουμένη για την πράξη της απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, προέκυψε ότι δεν υπάρχει βλάβη της περιουσίας των εξαπατηθέντων ΝΠΔΔ, δεδομένου ότι η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά της εξαπατώσης κατηγορουμένης ισοσταθμίζεται από την ισάξια αντιπαροχή της, η οποία περιήλθε στα εξαπατηθέντα νομικά πρόσωπα από την πράξη, την οποία αυτά παραπείστηκαν να διαπράξουν. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη προσκομίζοντας το νοθευμένο πτυχίο πέτυχε μεν να προσληφθεί στην οικεία θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή, η ζημιά όμως των παραπάνω νομικών προσώπων από την καταβολή σε αυτήν των αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας της, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη. Να σημειωθεί δε, ότι, όπως αποδείχτηκε, τα παραπάνω νομικά πρόσωπα δεν απέβλεψαν σε ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα της προσληφθείσας κατηγορουμένης, όπως αυτές τεκμηριώνονταν με βάση το τυπικό προσόν που έθεσε ως τυπική προϋπόθεση, και το νοθευμένο πτυχίο της δεν παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ούτε η παροχή της εργασίας της, ενόψει της φύσης της, απαιτούσε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα. Περαιτέρω, ως προς την αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, στοιχειοθετείται εις βάρος της, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, η πλημμεληματική παράβαση του άρθρου 217 παρ. 3 του ισχύοντος ΠΚ, αφού νόθευσε το παραπάνω πτυχίο της με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτού για τον ίδιο σκοπό. Από τον χρόνο όμως τελέσεως της πράξης αυτής και δη την 16.7.2003 μέχρι σήμερα συμπληρώθηκε οκταετία, συμπεριλαμβανομένης και της αναστολής και συνεπώς εξαλείφθηκε το αξιόποινο λόγω παραγραφής, οπότε παύει οριστικώς η ποινική δίωξη για το αδίκημα αυτό.

 

Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ, «όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000 ευρώ) επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου αν η απάτη στρέφεται κατά του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και τη συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Η κατά τα άνω παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση – απόκρυψη – παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι δια­φέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συναστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς διά παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου. Η πράξη εξαπάτησης πρέπει να κατευθύνεται στην πρόκληση ή διατήρηση πλάνης σε άλλον, η οποία όμως δεν προκλήθηκε προηγουμένως σ’ αυτόν από το δράστη με διαφορετικό από τους υπαλλακτικώς αναφερόμενους τρόπους τέλεσης της απάτης. Με την έκφραση «διατήρηση πλάνης» δεν εννοείται κατ’ ακριβολογία η διατήρηση μιας αρχικά υφιστάμενης αμετάβλητης παράστασης, αλλά παράλειψη του δράστη να αποτρέψει ή να άρει επιγενόμενη πλάνη, οφειλόμενη στο ότι ο διαθέτων θεωρεί υφιστάμενη μία κατάσταση, η οποία όμως στην πραγματικότητα έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί. Περιουσία, νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διάθεσης που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης θεωρείται, ενόψει του άρθρου 17 ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τέλεσης της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη η ανοχή του παραπλανηθέντα.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει, ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους. Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης και όχι περισσότερες εξακολουθητικώς τελούμενες, όταν συνέπεια της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Έτσι, επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού δεν συντρέχει περίπτωση κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, αφού, για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μια νέα αυτοτελής απάτη. Εξάλλου, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές και κάθε εγκληματική ενέργεια σε σύνθετη συμπεριφορά (ενέργειας και παράλειψης), που έχει ως συνέπεια η διάπραξή της να διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα δεν επέρχονται ακόμη τα τελικά αποτελέσματά τους. Έτσι, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Δεν δημιουργείται δε υποχρέωση άρσης της ήδη επελθούσας πλάνης, που οδηγεί σε διαδοχικές διαθέσεις και διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, που αντιστοιχούν στο συνολικό όφελος, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης με την άπαξ επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και που εντάσσονται σε ένα και το αυτό έγκλημα απάτης, με το οποίο δεν δημιουργείται κάποιος άλλος κίνδυνος για κάποιο άλλο αγαθό, αλλά είναι το ίδιο περιουσιακό αγαθό του τρίτου με το ίδιο υλικό αντικείμενο, που πλήττεται στην ίδια έκταση, δηλ. στο ίδιο ποσό, στο οποίο εξ αρχής απέβλεψε ο δράστης ως περιουσιακό όφελος. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση που η περιουσιακή διάθεση και η εξ αυτής βλάβη δεν επέρχεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της παραπλανητικής συμπεριφοράς και την εξ αυτής προκληθείσα πλάνη αλλά μεταγενέστερα, να δημιουργείται, από το χρονικό σημείο της επελθούσας πλάνης, αμέσως υποχρέωση του δράστη, λόγω προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης, που ο ίδιος δημιούργησε, να αποτρέψει την περιουσιακή διάθεση, στην οποία όμως απέβλεπε με την αμέσως προηγηθείσα συμπεριφορά του. Συνακολούθα, επί απάτης, που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος και η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση πραγματώθηκε με θετική ενέργεια, ήτοι με την άπαξ θετική απατηλή συμπεριφορά της παράστασης ψευδούς γεγονότος, ως αληθινού, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι συνεχίζεται με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου της παρασιώπησης, ήτοι της παράλειψης ανακοίνωσης του αληθινού γεγονότος και με τη δημιουργία έτσι νέας πλάνης, κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του, που όμως αυτή έχει ήδη επέλθει με την αρχική επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και να αποτελεί έτσι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, αν δεν διαπράττεται κάθε φορά νέα αυτοτελής απάτη, με την πρόκληση νέας και διαφορετικής βλάβης στην περιουσία του παθόντος (ΑΠ Ολ 3/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά τα άρθρο 217 παρ. 3 του ισχύοντος ΠΚ «Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα».

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των επ’ ακροατηρίου εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας, από όλα τα, δημοσίως επ’ ακροατηρίου, αναγνωσθέντα πρακτικά και απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης, καθώς και από την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχτηκε ότι με την υπ’ αριθ. 7Κ/2003 (ΦΕΚ 149) προκήρυξη του ΑΣΕΠ προκηρύχτηκε η διενέργεια διαγωνισμού για την κάλυψη εξακοσίων εξήντα μίας (61) θέσεων κατηγορίας τεχνολογικής εκπαίδευσης για Δήμους και Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις σε όλη την Ελλάδα, όπου ανάλογα με τον βαθμό πτυχίου, που είχε βαρύνουσα σημασία, καθώς και άλλα κριτήρια, οι υποψήφιοι θα κατατάσσονταν σε πίνακα, με βάση τον οποίον ακολούθως θα γίνονταν οι αντίστοιχοι διορισμοί, μεταξύ δε των θέσεων, που προκηρύχτηκαν για κάλυψη αυτών ήταν και τρεις (3), που αφορούσαν τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Σερρών, του κλάδου Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Η κατηγορουμένη, κάτοχος πτυχίου του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας, με έδρα τις Σέρρες, αποφάσισε να συμμετάσχει στον παραπάνω διαγωνισμό, για τον σκοπό δε αυτό υπέβαλε στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) την από 16.7.2003 αίτηση συμμετοχής της, στην οποία επισύναψε τον τίτλο σπουδών της, δηλαδή το πιστοποιητικό αποφοίτησης του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΤΕΙ) Κεντρικής Μακεδονίας, με έδρα τις Σέρρες, τον οποίο (τίτλο σπουδών της) είχε νοθεύσει στις Σέρρες, την 16.7.2003, όσον αφορά τον βαθμό, αναγράφοντας σ’ αυτόν ότι κρίθηκε άξια του πτυχίου με βαθμό «Πολύ Καλώς 8,7», αντί του ορθού «Καλώς 5,7». Με τη νόθευση του παραπάνω εγγράφου στο παραπάνω σημείο, που ήταν κρίσιμο για την κατάληψη κάποιας από τις παραπάνω θέσεις για τις οποίες προκηρύχτηκε ο εν λόγω διαγωνισμός, το οποίο είχε επισυνάψει στην αίτησή της, η κατηγορουμένη έπεισε την ανωτέρω υπηρεσία να την επιλέξει ως πρόσωπο, το οποίο έχει τα απαιτούμενα προσόντα, ενώ τη θέση της δικαιούταν κάποιο άλλο πρόσωπο, συγκεκριμένα δε η Φ.Κ., έτσι δε πέτυχε να διοριστεί σε οργανική θέση του κλάδου Τ.Ε. Διοικητικού – Λογιστικού της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Σερρών με την υπ’ αριθ. …/28.1.2005 απόφαση του Νομάρχη Σερρών, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 123/31.5.2005, τεύχος ΝΠΔΔ, ως δόκιμος υπάλληλος, με εισαγωγικό βαθμό Δ΄ και Μ.Κ. 18, ενώ στη συνέχεια με την υπ’ αριθ. …/23.12.2010 (ΦΕΚ …/31.12.2010, τεύχος δεύτερο) απόφαση της Γενικής Γραμματέως της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας έγινε μετάταξή της (κατηγορουμένης) από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Σερρών στο Δήμο Σερρών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 257 παρ. 2α΄, 95 παρ. 5 του Ν 3852/2010, σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση αντίστοιχου κλάδου της υπηρεσίας αυτής, θέση στην οποίαν εργάστηκε μέχρι 31.12.2014, οπότε με την υπ’ αριθ. πρωτ. Ε.Π. …/1.12.2014 απόφαση ανάκλησης διορισμού του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας ανακλήθηκε η ως άνω υπ’ αριθ. …/28.1.2005 απόφαση του Νομάρχη Σερρών, με την οποία διορίστηκε αυτή (κατηγορουμένη) σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού, ως δόκιμος υπάλληλος, με εισαγωγικό βαθμό Δ΄ και Μ.Κ. 18, διότι το πιστοποιητικό, το οποίο κατέθεσε, κατά τα προαναφερόμενα, στο ΑΣΕΠ, σύμφωνα με το οποίο συμπεριελήφθη στους πίνακες διοριστέων της υπ’ αριθ. 9/7Κ/2003 Προκήρυξης του ΑΣΕΠ, ήταν πλαστό, συγκεκριμένα δε νοθευμένο στο σημείο, που προαναφέρθηκε. Η κατηγορουμένη κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και δη από 31.5.2005 έως 31.12.2014, εισέπραξε ως τακτικές αποδοχές μέχρι την 31.12.2014 από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Σερρών, έκτοτε και μέχρι 31.12.2014 ως διάδοχο της τελευταίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3852/2010, από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, συνολικά το χρηματικό ποσό των 126.987,40 ευρώ.

Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ομολόγησε η κατηγορουμένη τόσο ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την απολογία της. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε στην πιο πάνω νομική σκέψη, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται, μεταξύ των άλλων, βλάβη της περιουσίας του εξαπατηθέντος, με την έννοια που προαναφέρθηκε. Όπως γίνεται δεκτό, δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη, την οποία αυτός παραπείστηκε να διαπράξει. Έτσι, στην περίπτωση, που κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή, η ζημιά του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας του, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη, εκτός εάν το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ απέβλεψε στις ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα του προσλαμβανόμενου, όπως αυτές τεκμηριώνονταν με βάση το τυπικό προσόν, που έθεσε, ως τυπική προϋπόθεση, και το πλαστό πτυχίο παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα και η παροχή εργασίας, ενόψει της φύσης της, απαιτεί κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ισάξια αντιπαροχή». Αντίθετη άποψη, ότι προϋπόθεση για να ισοβαθμισθεί η παροχή εργασίας του εξαπατήσαντος με τις παροχές (μισθός) που έλαβε αυτός, αποτελεί, απαραιτήτως, η νομιμότητα της αντιπαροχής, ήτοι η νομιμότητα της εργασίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ενόψει και του άρθρου 904 ΑΚ, που παρέχεται δυνατότητα στον εργαζόμενο αναζήτησης μη καταβληθέντων (μισθών) για παρασχεθείσα εργασία και επί άκυρης σύμβασης εργασίας και συνακόλουθα και μη νόμιμης εργασίας, με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, προέκυψε ότι δεν υπάρχει βλάβη της περιουσίας των εξαπατηθέντων ως άνω Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Σερρών και της διαδόχου αυτής Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, δεδομένου ότι η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά της εξαπατώσης κατηγορουμένης ισοσταθμίζεται από την ισάξια αντιπαροχή της, η οποία περιήλθε στα εξαπατηθέντα ως άνω νομικά πρόσωπα από την πράξη, την οποία αυτά παραπείστηκαν να διαπράξουν. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη προσκομίζοντας το νοθευμένο ως άνω πτυχίο πέτυχε μεν να προσληφθεί στην παραπάνω θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή, η ζημιά όμως των παραπάνω νομικών προσώπων από την καταβολή σε αυτήν των αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας της, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη. Να σημειωθεί δε, ότι, όπως αποδείχτηκε, τα παραπάνω νομικά πρόσωπα δεν απέβλεψαν σε ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα της προσληφθείσας κατηγορουμένης, όπως αυτές τεκμηριώνονταν με βάση το τυπικό προσόν, που έθεσε, ως τυπική προϋπόθεση, και το νοθευμένο πτυχίο της δεν παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ούτε η παροχή της εργασίας της, ενόψει της φύσης της, απαιτούσε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα. Επομένως, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχτεί αθώα ως προς την αποδιδόμενη σ’ αυτή αξιόποινη πράξη της απάτης από την οποίαν το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Ως προς την αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό τον πορισμό οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται εις βάρος της, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, η παράβαση του άρθρου 217 παρ. 3 του ισχύοντος ΠΚ, αφού νόθευσε το παραπάνω πτυχίο της με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτού για τον ίδιο σκοπό. Από το χρόνο όμως της τελέσεως της πράξης αυτής και δη την 16.7.2003, που είναι πλημμέλημα, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 217 παρ. 3 του ΠΚ, όπως ισχύει σήμερα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, μέχρι σήμερα συμπληρώθηκε οκταετία, συμπεριλαμβανομένης και της αναστολής και συνεπώς εξαλείφθηκε το αξιόποινο, λόγω παραγραφής. Επομένως, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης, λόγω παραγραφής για την ως άνω αξιόποινη πράξη.

[…]

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τεύχος 7/2020, Ιούλιος 2020